μαγουσαίος

μαγουσαίος
μαγουσαῑος, ὁ (Α)
1. μάγος
2. μέλος περσικής αίρεσης («μυστηρίων πολλῶν ἀρχηγοὶ παρὰ Πέρσαις μαγουσαῑοι», Επιφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”